πολυδειράς

πολυδειράς
πολυδειράς
with many ridges
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυδειράς — (I) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλές προεξοχές, πολλές κορυφές («ἀκροτάτη κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειράς, άδος «κορυφή»]. (II) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς τραχήλους, πολλούς λαιμούς, πολυκέφαλος… …   Dictionary of Greek

  • πολυδειράδι — πολυδειράς with many ridges masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδειράδος — πολυδειράς with many ridges masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύδειρος — ον, ΜΑ πολυδειράς (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. ποικιλό δειρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”